υποκοιλίς

υποκοιλίς
-ίδος, ἡ, Α
το κάτω βλέφαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κύλον / κύλα «το κοίλο μέρος πάνω από το πάνω βλέφαρο, τα κοιλώματα κάτω από τα μάτια» (για τη γρφ. τής λ. πρβλ. και τη γρφ. κοίλα τού τ. κύλα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑποκοιλίδι — ὑποκοιλίς the lower eyelid fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”